- συμβάλλων
- συμβάλλωthrow togetherpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μ, μ — Το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (μι, αρχαίο ελληνικό μυ κατά το επόμενο νυ, και μω κατά το ρω). Προέρχεται από το σημιτικό wi ή W που παρίστανε τον φθόγγο mem (= νερό), ο οποίος είχε την ίδια φωνητική αξία με το… … Dictionary of Greek
ՊԱՏԵՀ — (ի, ից.) NBH 2 0607 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 13c ա. ἑπιτήδειος, συμβάλλων aptus, idoneus, opportunus, capax, convenniens, juvans. Որպէս Ի դէպ պատահեալ, կամ ʼի պէտս յարմարեալ. Պատշաճ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՔՆՆԱԿԻՑ — ( ) NBH 2 1008 Chronological Sequence: 8c ա. συμβάλλων conjecturans. ի միասին քննօղ միաբան հետաքննօղ. *Ապողոփան առ իս որպէս առ քննակից եղելոցն ասէ. այսոքիկ ո՛վ գեղեցիկդ դիոնեսիէ, աստուածայնոց իրաց հատուցմունք են. Դիոն. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)